“Η πορεία και το όνομα της Ανδριανας Μισιαούλη ταυτίστηκαν με μια από τις πιο οδυνηρές αλλά και τις πιο τιμημένες στιγμές της κυπριακής Αριστεράς και της κυπριακής Ιστορίας.”
Σεβαστό ιερατείο,
Αγαπητές Στέλλα, Ηλέκτρα και όλοι οι συγγενείς της Αντριάνας Μισιαούλη,
Αγαπητοί σύντροφοι και φίλοι,
Αποχαιρετούμε σήμερα μια γυναίκα, μητέρα, γιαγιά, πρόγιαγια που υπήρξε βράχος και στήριγμα για τους δικούς της. Γιατί μπορεί η Αντριάνα Μισιαούλη να φεύγει πλήρης ημερών αλλά η οδύνη για τον τελευταίο αποχαιρετισμό παραμένει μεγάλη, για τα παιδιά της, τα εγγόνια και τα δισέγγονα της, για τους συγγενείς και όλους όσους τη γνώριζαν. Αποχαιρετούμε, την ίδια ώρα, μια συντρόφισσα, ένα άνθρωπο που η ζωή της, η πορεία της και το όνομα της ταυτίστηκε με μια από τις πιο οδυνηρές αλλά και τις πιο τιμημένες στιγμές της κυπριακής Αριστεράς και της κυπριακής Ιστορίας.
Η συντρόφισσα Αντριάνα γεννήθηκε στο Παλαιχώρι τον Σεπτέμβρη του 1930, σε εποχές φτώχειας και σκληρής βιοπάλης. Το 1947 γνωρίζει και αρραβωνιάζεται τον Κώστα Μισιαούλη και μετακομίζει στην Ακρόπολη, όπου άρχισε ο αγώνας για τη ζωή. Το 1951 παντρεύτηκαν και μαζί απέκτησαν δύο κόρες, την Ηλέκτρα και την Στέλλα.
Ο Κώστας και η Αντριάνα Μισιαούλη δεν ένωσαν μόνο την αγάπη και τη ζωή τους. Ένωσαν και την αφοσίωση τους στο Λαϊκό Κίνημα του τόπου. Ο Κώστας Μισιαούλης στέλεχος του Κόμματος και της ΠΕΟ ενώ η ίδια η Αντριάνα οργανώθηκε στο ΑΚΕΛ το 1952. Και όπως είχε δηλώσει σε μια συνέντεξη της στο περιοδικό «Κυπρία» της ΠΟΓΟ: «Μπαίνοντας στο κίνημα εκείνη την εποχή ξέραμε ένα πράγμα. Ότι υπάρχουν και θυσίες, ότι θα μπορούσε ο καθένας μας να δολοφονηθεί ιδιαίτερα όταν βρισκόμασταν σε συνθήκες παρανομίας. Δουλεύαμε όμως για το Κίνημα και τον Λαό ολόκληρο. Το Κίνημα,» συνέχιζε, «το είχαμε πάνω από τον εαυτό μας όλοι». Στα χρόνια της παρανομίας του Κόμματος το 1955, η Αντριάνα και ο Κώστας Μισιαούλης ανέλαβαν το καθήκον να φύλασσουν τον πολυγράφο του Κόμματος, να τυπώνουν προκηρύξεις και να τις μεταφέρουν μέσα σε συνθήκες κινδύνων και μυστικότητας στους συνδέσμους του ΑΚΕΛ για να διαχέονται στις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου.
Η ζωή της Αντριάνας Μισιαούλης υπενθυμίζεί ότι οι εμπειρίες των γυναικών των στελεχών του Κόμματος εκείνης της εποχής είναι μια ολάκερη Ιστορία που δεν έχει γραφτεί ποτέ. Ήταν εποχές που και η κοινωνία αλλά και το Κίνημα ήταν διαφορετικά και έτσι μπορεί οι ίδιες να μην ήταν ανάμεσα στα πρώτα κομματικά στελέχη, όμως η πίστη τους στα ιδανικά μας δεν υστερούσε καθόλου. Ήταν αυτές που περνούσαν σε ανθρώπινο και οικογενειακό επίπεδο τις αγωνίες, τους αγώνες και τις δοκιμασίες του Κινήματος. Ήταν αυτές που ξαγρυπνούσαν με την αγωνία αν ο σύντροφος του θα έπεφτε σε μια ενέδρα ακροδεξιών, σε ένα μπλόκο των Εγγλέζων, αν θα κατέληγε στη φυλακή. Ήταν αυτές που σήκωναν διπλές ευθύνες στο σπίτι και στην οικογένεια, όταν ο σύντροφος τους βρισκόταν ώρες και μέρες ατέλειωτες στην καθημερινή κομματική δουλειά. Ήταν αυτές -όπως η Αντριάνα Μισιαούλη- που μέσα σε μια στιγμή, έπρεπε να γίνουν και μητέρα και πατέρας για τα παιδιά τους όταν η σφαίρα χτυπούσε ένα σύντροφό μας.
Αυτή ήταν και η στιγμή που σημάδεψε τη ζωή της Αντριάνας Μισιαούλη. Την Κυριακή, 11 Απριλίου 1965, ο Κώστας Μισιαούλης ανταποκρινόμενος στο κομματικό καθήκον, ανέλαβε να συνοδεύσει στη Λάρνακα τον «Αλέκο» -όπως ήταν το ψευδώνυμο του Ντερβίς Αλί Καβαζόγλου, του Τουρκοκύπριου συντρόφου μας, ο οποίος αποτελούσε τη γενναία φωνή απέναντι στο σοβινισμό του Ντενκτάς. Οι φονιάδες έστησαν το καρτέρι του θανάτου στο Μισιαούλη και τον Καβάζογλου έξω από την Αθηένου. Ήταν η μέρα που η Αντριάνα έχασε τον άντρα της, τον πατέρα των παιδιών της, το σύντροφο της στη ζωή και στον αγώνα. Ήταν η μέρα που το Κίνημα της ειρήνης και της αδελφοσύνης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων απέκτησε ένα αιματοβαμμένο λάβαρο τιμής και αγώνα.
Η μαρτυρία της Αντριάνας Μισιαούλη για τη δραματική στιγμή που αστυνομικοί, συγγενείς και η συντρόφισσα Ευγενούλα Κατσουρίδου την πληροφορούν για τη δολοφονία του συζύγου της είναι συγκλονιστική. Αλλά πιο συγκλονιστική είναι η εξομολόγησή της στο περιοδικό της ΠΟΓΟ, ότι από εκείνη τη μέρα φρόντιζε να μην την βλέπουν οι κόρες της να κλαίει, να μην δείχνει τον πόνο της και να σταθεί στα πόδια της για την οικογένειά της. Μιλούσε, ακόμα, για την εκτίμηση της προς το Κίνημα που στάθηκε δίπλα στην οικογένειά της. Και προπαντός για τη βεβαιότητα -όπως η ίδια έλεγε- ότι ο σύζυγος της «δεν χάθηκε άδικα. Θυσιάστηκε για τα πιστεύω του. Για ολόκληρο το λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους».
Μετά τη δολοφονία, η Αντριάνα Μισιαούλη αφιερώθηκε στην οικογένεια της. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ευτύχησε να δει τις κόρες της καταξιωμένες στην κυπριακή κοινωνία, να αποκτήσει πέντε εγγόνια και εφτά δισέγγονα. Ταυτόχρονα, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της -για σχεδόν 70 χρόνια δηλαδή- μέλος του ΑΚΕΛ και συνέχισε να είναι παρούσα στο Γυναικείο Κίνημα της ΠΟΓΟ. Και βέβαια, πάντα παρούσα -με την αξιοπρέπεια και αγνή σεμνότητα της παρουσίας της- στις πορείες Καβάζογλου-Μισιαούλη κάθε χρόνο.
Αγαπητή Αντριάνα,
Το ΑΚΕΛ, το Γυναικείο Κίνημα της ΠΟΓΟ και ολόκληρο το Λαϊκό Κίνημα της Αριστεράς του τόπου σε αποχαιρετούμε με σεβασμό κι ευγνωμοσύνη. Θα κρατήσουμε στη μνήμη μας, την αξιοπρέπεια σου, το ήθος μιας άλλης εποχής που είχες, τη μεγάλη σου καρδιά. Τώρα μπορείς, να ξανασυναντήσεις μετά από 55 χρόνια τον αγαπημένο σου Κώστα που σου τον στέρησαν οι φονιάδες του φασισμού εκείνο τον Απρίλη.
Αγαπητή Στέλλα και Ηλέκτρα,
Αγαπητά εγγόνια και δισέγγονα της εκλιπούσας,
Από μέρους του Κόμματος μας, της ΠΟΓΟ και όλων των συναγωνιστών και συναγωνιστριών δεχτείτε τα θερμά συλλυπητήρια όλων μας.
Αιωνία σου η μνήμη.
Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020, Εκκλησία Κωνσταντίνου και Ελένης Λευκωσία