Με αφορμή την έντονη δυσαρέσκεια που προκάλεσε το γεγονός ότι ο νέος Πρόεδρος δεν έχει διορίσει ούτε μία γυναίκα στο υπουργικό συμβούλιο είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε κάποια σημεία της δικής μας αντίληψης για το γενικότερο ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης των γυναικών.
Είναι προφανές ότι παρά τα βήματα που έγιναν, η γυναικεία εκπροσώπηση στα πολιτειακά αξιώματα παραμένει εξαιρετικά δυσανάλογη σε βάρος του μισού πληθυσμού. Έχουμε έξι γυναίκες βουλευτές από σύνολο 56 και τώρα θα γίνουν επτά. Δεν έχουμε ούτε μία γυναίκα δήμαρχο και πλέον δεν θα έχουμε ούτε μία γυναίκα υπουργό. Προφανώς κάτι πάει λάθος. Αλλά δεν πρόκειται για κυπριακό φαινόμενο. Αυτή τη στιγμή, μόνο οι 8 από τους 151 εκλεγμένους αρχηγούς κρατών, οι 9 από τους 192 επικεφαλής κυβερνήσεων, το 15,6% των υπουργών και το 19.5% των βουλευτών σε όλο τον κόσμο είναι γυναίκες.
Εμείς δεν είμαστε της άποψης ότι η συμμετοχή των γυναικών σε πολιτειακά αξιώματα και γενικότερα στα λεγόμενα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι το μοναδικό ή το σημαντικότερο πρόβλημα των γυναικών του τόπου μας ή του κόσμου. Η ανεργία και η ανισομισθία που χτυπούν τις γυναίκες, οι απολύσεις εγκύων γυναικών, η γονική άδεια και η άδεια μητρότητας, η κρατική μέριμνα για την στήριξη της εργαζόμενης γυναίκας στη μητρότητα και στη φροντίδα των παιδιών, η ιδιαίτερη κρατική πρόνοια που απαιτείται για την υγεία των γυναικών, η καταπολέμησης της ενδοοικογενειακής βίας και γενικότερα της βίας κατά των γυναικών και μια σειρά από άλα ζητήματα είναι όλα αυτά που συνθέτουν όλο το πλέγμα της γυναικείας ανισοτιμίας. Η πολιτική υποεκπροσώπηση είναι η κορυφή του παγόβουνου. Εντούτοις είναι μια πραγματικότητα, εξαιρετικά αρνητική.
Το Γυναικείο Κίνημα της ΠΟΓΟ δεν θεωρεί ότι το φύλο είναι το καθοριστικό ως προς το αν ένα πρόσωπο που θα βρεθεί σε πολιτειακό αξίωμα θα εργαστεί αποτελεσματικά για να προωθήσει τα θέματα γυναίκας και ισοτιμίας των φύλων. Η πολιτική φιλοσοφία και ιδεολογία είναι αυτή που θα καθορίσουν αν ένα πρόσωπο πιστεύει πραγματικά σε μια κοινωνία δημοκρατίας και ισότητας, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Επιπρόσθετα, η κοινωνικοταξική τοποθέτηση είναι αυτή που θα καθορίσει αν ένα πολιτικό πρόσωπο είναι διατεθειμένο να συγκρουστεί με ταξικά συμφέροντα και πολιτικές ώστε να προωθήσει π.χ. την επέκταση της άδειας μητρότητας, τη νομοθεσία που προστατεύει τις έγκυες εργαζόμενες από απολύσεις, μέτρα που να κτυπούν την ανισομισθία ανδρών και γυναικών (με εξίσωση προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω κλπ). Έτσι είδαμε και βλέπουμε -διεθνώς- γυναίκες πολιτικούς να ψηφίζουν ενάντια στην επέκταση της άδειας μητρότητας, να προωθούν τις αυξήσεις των ορίων συνταξιοδότησης, να συμφωνούν με τις ιδιωτικοποιήσεις κοινωνικών υπηρεσιών που αποτελούν αποκούμπι για την εργαζόμενη μητέρα κ.ό.κ. Χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα της Θάτσερ που προβλήθηκε από τις συντηρητικές δυνάμεις διεθνώς ως το πρότυπο της γυναίκας πολιτικού όμως ήταν αυτή που θρυμμάτισε κοινωνικές κατακτήσεις-στηρίγματα για τις εργαζόμενες γυναίκες και είναι αυτή που πήρε αποφάσεις όπως η περικοπή του δωρεάν γάλακτος που χορηγούνταν στα παιδιά των σχολείων της Βρετανίας. Άρα το πιο σημαντικό είναι τι πολιτική πρεσβεύουν οι γυναίκες εκείνες που ήδη βρίσκονται σε κέντρα λήψης αποφάσεων και προς όφελος ποιου αποβαίνει αυτή η πολιτική;
Γιατί όμως υπάρχει αυτή η κραυγαλέα υποεκπροσώπηση των γυναικών; Εδώ υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες που βασίζονται σε διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Υπάρχει η άποψη ότι η αιτία βρίσκεται στα σεξιστικά και αναχρονιστικά στερεότυπα σε σχέση με το ρόλο της γυναίκας, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει, πού υποτίθεται ότι της ταιριάζει να δραστηριοποιείται και πού όχι. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, αν εκπαιδεύσουμε τη νέα γενιά να σκέφτεται διαφορετικά και αν επιβάλουμε ποσοστώσεις στη συμμετοχή γυναικών στα δημόσια αξιώματα, τότε θα αρχίσει να ανατρέπεται η κατάσταση και με την πάροδο του χρόνου η εκπροσώπηση των δύο φύλων θα εξισορροπηθεί.
Εμείς πιστεύουμε ότι η βασική αιτία για τη διαχρονικά μειωμένη παρουσία γυναικών σε πολιτειακά και κομματικά αξιώματα είναι αποτέλεσμα της γενικότερα μειωμένης συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική δράση, στα κόμματα, στο συνδικαλισμό κλπ. Πώς δηλαδή θα υπάρχουν γυναίκες στην «κορυφή» της πολιτικής ζωής αν δεν υπάρχουν στη βάση; Και αυτό έχει εξήγηση. Μια γυναίκα σήμερα, σε σχέση με τον άνδρα βρίσκει δυσκολότερα δουλειά, πληρώνεται λιγότερα, έχει λιγότερες προοπτικές ανέλιξης στην εργασία, έχει τις υποχρεώσεις της μητρότητας και αυξημένα καθήκοντα στο σπίτι. Άρα για να αποφασίσει να εμπλακεί στην πολιτική δράση στο βαθμό που θα ήθελε πρέπει να αναμετρηθεί με όλες αυτές τις προσωπικές και οικογενειακές δυσκολίες. Από εδώ ξετυλίγεται το κουβάρι. Αν θέλουμε λοιπόν να δούμε περισσότερες γυναίκες στην πολιτική, τότε πρέπει να βελτιώσουμε τις συνθήκες ζωής και τους όρους εργασίας για τις γυναίκες και ειδικότερα για τις εργαζόμενες που είναι η συντριπτική πλειοψηφία. Τότε δούμε περισσότερες γυναίκες στην πολιτική ζωή, σε μαζικούς φορείς ή καλύτερα στην οργανωμένη πάλη. Τότε η ίδια η ζωή θα ανατρέψει συθέμελα τα σεξιστικά στερεότυπα. Τότε θα δούμε περισσότερες γυναίκες στα βουλευτικά έδρανα και στα υπουργικά συμβούλια. Τότε, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, η εκλογή μιας γυναίκας στην ηγεσία ενός κράτους θα είναι καθημερινότητα, και όχι είδηση. Αυτός είναι και ο λόγος που το ΑΚΕΛ και η ΠΟΓΟ διαφωνούν με τις λογικές των ποσοστώσεων και δεν τις εφαρμόζουν. Διότι η επιβολή ποσόστωσης υπέρ των γυναικών θα «διορθώσει» απλώς τη βιτρίνα, όχι την ουσία. Ας σημειωθεί εντούτοις ότι το ΑΚΕΛ (που δεν εφαρμόζει ποσοστώσεις) έχει εκλέξει τρεις γυναίκες βουλευτές, όσες δηλαδή όλα τα άλλα κόμματα μαζί, ενώ η απερχόμενη κυβέρνηση είχε τέσσερεις γυναίκες υπουργούς, που ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός στα χρονικά του κράτους μας.
Υπάρχουν αναχρονιστικά και συντηρητικά στερεότυπα για τη γυναίκα που –έστω και υποσυνείδητα- την καθιστούν αόρατη από την πολιτική ζωή. Ασφαλέστατα και υπάρχουν! Και αυτή είναι η περίπτωση της νέας μας κυβέρνησης. Παρόλα όσα απομένουν να γίνουν για να ενισχυθεί συνολικά η παρουσία των γυναικών στην πολιτική ζωή, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η κυπριακή κοινωνία διαθέτει άξιες, πετυχημένες, ικανές γυναίκες όχι απλά για να εκπροσωπούνται στο υπουργικό συμβούλιο αλλά για να το στελεχώσουν εξολοκλήρου. (Αυτό ακριβώς ήθελε να καταδείξει η δέσμευση του Σταύρου Μαλά για τουλάχιστον πέντε γυναίκες υπουργούς, αν εκλεγόταν). Δική μου εκτίμηση είναι ότι υπάρχουν αρκετές τέτοιες γυναίκες και στον ιδεολογικοπολιτικό χώρο της νεοεκλεγείσας συγκυβέρνησης. Εντούτοις ο νέος Πρόεδρος τις ξέχασε (ή τις άφησε να χαθούν μέσα στο παιγνίδι των κομματικών/εσωκομματικών ισορροπιών), καταδεικνύοντας ότι η περιβόητη προεκλογική του φράση «και οι γυναίκες σκέφτονται» δεν του ξέφυγε αλλά φανέρωσε μια ενδόμυχη και υποσυνείδητη υποτίμηση των γυναικών.
Ίσως βέβαια αυτό θα έπρεπε να απασχολήσει περισσότερο τις γυναίκες και τις γυναικείες οργανώσεις των συγκυβερνώντων κομμάτων, διότι όσο αφορά στην ΠΟΓΟ θα κρίνει τη νέα κυβέρνηση –όχι με βάση το φύλο των μελών της- αλλά με κριτήριο τον πολιτικό προσανατολισμό και το έργο της σε σχέση με τα θέματα γυναίκας και ισοτιμίας των φύλων.