Σήμερα που είναι 8η του Μάρτη, Διεθνής Μέρα της Γυναίκας, και πολλοί θα επιδοθούν σε δηλώσεις και εκδηλώσεις είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Δεν μπορεί κάποιοι να διαλαλούν ότι θέλουν την ισοτιμία των δύο φύλων και την ίδια ώρα να ακολουθούν μια κοινωνικοοικονομική πολιτική που κατεδαφίζει τα εργατικά δικαιώματα και τις κατακτήσεις. Είναι κανόνας: Όταν οι αντεργατικές πολιτικές χτυπούν όλους τους εργαζόμενους, τις εργαζόμενες γυναίκες τις συνθλίβουν. Για την εργαζόμενη γυναίκα είναι διπλά απαραίτητο να είναι διασφαλισμένα τα εργασιακά της δικαιώματα, να είναι κατοχυρωμένες οι άδειες μητρότητας, η γονική άδεια, να υπάρχουν πολιτικές στήριξης της εργαζόμενης μητέρας, να εφαρμόζεται ανθρώπινο ωράριο, τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση να είναι τέτοια που να αφήνουν στους απόμαχους της δουλειάς χρόνια ανάπαυσης και ποιοτικής απασχόλησης.
Για αυτό, όταν αυτές τις μέρες θα ακούμε διάφορους και διάφορες να μιλούν για την ισοτιμία των φύλων, τα δικαιώματα της γυναίκας και της μητέρας, μπορούμε να ελέγξουμε την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία τους αν τους ρωτήσουμε: Ποια είναι η θέση τους για την αύξηση του κατώτατου μισθού; Τι ψήφισαν για την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης; Τι υποστηρίζουν για τις ιδιωτικοποιήσεις;
Εμείς καλούμε και προσκαλούμε τις γυναίκες της Κύπρου, και ιδιαίτερα τις γυναίκες που προέρχονται από τις τάξεις του εργαζόμενου λαού: Την επόμενη φορά που θα ακούνε ορισμένα κόμματα και πολιτικούς μέσα από συγκεκριμένα κανάλια και εκδοτικά συγκροτήματα να ωρύονται κατά της κυβέρνησης και του ΑΚΕΛ, ας αναλογιστούν το έργο που έχει επιτευχθεί στα θέματα γυναίκας, μέσα σε τέσσερα χρόνια και μάλιστα μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και να βγάλουν τα συμπεράσματά τους:
Υλοποιήθηκαν και υλοποιούνται ουσιαστικά μέτρα και πολιτικές για την ισότητα στην εργασία. Εκπονήθηκαν ειδικά σχέδια για την αναχαίτιση της γυναικείας ανεργίας, για τη δωρεάν κατάρτιση άνεργων γυναικών και για να χτυπηθεί η ανισομισθία. Αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός σε μια σειρά από επαγγέλματα με υψηλή γυναικεία απασχόληση. Βελτιώθηκε η νομοθεσία για να προστατεύεται ακόμα περισσότερο η εργαζόμενη μητέρα και για να παταχθεί το απαράδεκτο φαινόμενο απολύσεων εγκύων γυναικών. Καθιερώθηκε η δωρεάν μεταφορά των μαθητών στα σχολεία και αυξήθηκε η χρηματοδότηση προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση για να λειτουργούν προγράμματα κοινωνικής φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων. Πρόκειται για μέτρα που έχουν ως αποδέκτη τη εργαζόμενη γυναίκα και τη σύγχρονη μητέρα. Εκπονήθηκε για πρώτη φορά Εθνική Στρατηγική για να αντιμετωπιστεί η βία στην οικογένεια, που στη συντριπτική πλειοψηφία έχει ως θύμα τη γυναίκα. Αναθεωρήθηκε η πολιτική για την καταπολέμηση της σωματεμπορίας προσώπων, ένα φαινόμενο που δυστυχώς ευδοκιμεί στον τόπο μας, το οποίο μπορεί κατά κανόνα να αφορά αλλοδαπές γυναίκες, όμως αυτό δεν αποτελεί λόγο για να μην αντιδρούμε και να εξοργιζόμαστε όταν επιφυλάσσεται τέτοια ζωή για οποιαδήποτε γυναίκα. Εντάχθηκε η ισοτιμία των φύλων στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ώστε τα παιδιά μας να μεγάλωνουν με τις αξίες της ισοτιμίας και του αλληλοσεβασμού των δύο φύλων. Αυξήθηκε η παρουσία των γυναικών σε δημόσια αξιώματα ενώ στο υπουργικό συμβούλιο της σημερινής κυβέρνησης υπάρχει ο μεγαλύτερος αριθμός γυναικών από καταβολής του κράτους. Τέλος ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο ζήτημα των εκ μητρογονίας προσφύγων. Πλέον έχει γραφτεί στην ιστορία ότι αυτή η κυβέρνηση με τα δύο νομοσχέδια που κατέθεσε, έγινε η πρώτη κυβέρνηση από το 1974 που ασχολήθηκε με το θέμα και η οποία άνοιξε το δρόμο για τη δικαίωση των εκ μητρογονίας προσφύγων και τον τερματισμό αυτής της αδικίας που υφίσταται μια μεγάλη μερίδα γυναικών.
Βέβαια, εμείς δεν κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε μια αναμφισβήτητη αλήθεια: Μέσα σε αυτό το σύστημα που από τη φύση του αρνείται την κοινωνική ισότητα των ανθρώπων δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική και ουσιαστική ισοτιμία των φύλων. Μόνο στο σοσιαλιστικό αύριο της κοινωνίας μας, της ηπείρου μας και του πλανήτη μας θα εξαλειφθεί κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, άρα και η εκμετάλλευση, η καταπίεση και η κάθε διάκριση σε βάρος της γυναίκας.
Ακόμα όμως κι αν δε συμφωνήσουμε όλες και όλοι σε αυτό, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι είναι υποκριτικό να μιλούν σήμερα για ισοτιμία των φύλων αυτοί (αλλά και αυτές) των οποίων η πολιτική είναι τέτοια που χτυπά τους εργαζόμενους, και χτυπά διπλά τις εργαζόμενες γυναίκες, εκείνες δηλαδή που σηκώνουν το φορτίο της ανισοτιμίας των δύο φύλων.