Άρθρο της Χριστίνας Νικολάου, Επικεφαλής Γραφείου Περιβάλλοντος Κ.Ε ΑΚΕΛ
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας. Φυσικές καταστροφές, πλημμύρες, τυφώνες, υποβάθμιση του περιβάλλοντος, επισιτιστικοί κίνδυνοι και κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία αποτελούν καθημερινότητα για εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο.
Διανύουμε μια περίοδο τεράστιων αλλαγών και είμαστε μάρτυρες των σημαντικών μεταβολών στο κλίμα, την αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων. Οι αλλαγές αυτές δεν είναι ξεχωριστά φαινόμενα. Η φτώχεια, η ανισότητα, οι αιτίες και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής συνδέονται εγγενώς. Ούτε η φτώχεια, ούτε ανισότητα, ούτε η κλιματική αλλαγή, προκύπτουν από παρθενογένεση αλλά είναι αποτελέσματα συγκεκριμένων πολιτικών.
Η “αδικία” της κλιματικής αλλαγής είναι ξεκάθαρη. Άνθρωποι που ζουν σε συνθήκες φτώχειας σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι έχουν συμβάλει ελάχιστα στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη, επηρεάζονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα έχουν επίσης τους λιγότερους πόρους για να αντιμετωπίσουν αυτές τις επιπτώσεις όπως την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Αντίθετα οι ανεπτυγμένες χώρες, ενώ έχουν ‘συνεισφέρει’ περισσότερο στην αύξηση των θερμοκηπιακών αερίων είναι σε πολύ καλύτερη θέση γιατί έχουν τους πόρους και την πρόσβαση στην τεχνολογία έτσι ώστε να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Αυτή η παγκόσμια αδικία είναι σύμπτωμα και μοχλός διεύρυνσης των ανισοτήτων μεταξύ των πλούσιων χωρών και των δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας παγκοσμίως.
Η ανισότητα των φύλων είναι μια μακροχρόνια και διαδεδομένη κοινωνική αδικία. Το χάσμα μεταξύ γυναικών και ανδρών σε διάφορους τομείς όπως η απασχόληση, η μισθολόγια συνεχίζουν να αποτελούν καθημερινά φαινόμενα, με τη σεξουαλική παρενόχληση, την ενδοοικογενειακή βία, τη σωματεμπορία να ευδοκιμούν και στην Κύπρο. Σε ορισμένες χώρες αυτό το χάσμα μεγαλώνει, σε άλλες συρρικνώνεται αλλά πουθενά στον κόσμο δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί πλήρως.
Η παγκόσμια κοινότητα έχει κάνει τα τελευταία χρόνια μεγάλα βήματα όσον αφορά στην υπογραφή συμφωνιών και συμβάσεων που προωθούν την ισότητα των φύλων. Αλλά η πραγματική και απτή δράση υστερεί πολύ από τη ρητορική.
Η “διπλή αδικία” είναι ότι οι ανισότητες μεταξύ των φύλων –όσο κι αν φαίνονται απομακρυσμένες από ένα πρόβλημα που ξεκίνησε από τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου – σχετίζονται βαθιά με τις άνισες κατανεμημένες αιτίες και επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους ανθρώπους που ζουν στη φτώχεια.
Σε κοινωνίες όπου οι άνθρωποι υφίστανται διακρίσεις λόγω φύλου, εθνικότητας, τάξης ή κάστας, αν είσαι άνδρας ή γυναίκα, αποτελεί συχνά καθοριστικό παράγοντα για το βαθμό του κινδύνου που αντιμετωπίζουν είτε από κλιματολογικά σοκ, ακραία και αβέβαια καιρικά φαινόμενα είτε από αλλαγές στο περιβάλλον και την οικονομία. Οι πόροι και οι επιλογές που έχουν για να δράσουν οι άνθρωποι σε αυτά τα σοκ εξαρτώνται επίσης από τα ‘πρότυπα’ φύλου σε κάθε χώρα. Αυτές οι νόρμες τις πλείστες φορές μπορεί να είναι εξαιρετικά μεροληπτικές και περιοριστικές.
Καταλήγοντας, η ανισότητα των φύλων είναι μια βασική αιτία της φτώχειας. Η κλιματική αλλαγή, με τη σειρά της, επιδεινώνει τη φτώχεια. Αυτό σημαίνει ότι οι πιθανότητες να επιτευχθεί μια καλύτερη ζωή, για πολλές γυναίκες που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, απειλούνται τόσο από την κλιματική αλλαγή αλλά και την ανισότητα των φύλων.
Δεν μπορούμε να επιτύχουμε αειφόρο ανάπτυξη χωρίς να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή χωρίς να αντιμετωπίσουμε τις βασικές αιτίες της φτώχειας και της ανισότητας. Η δημιουργία προϋποθέσεων για ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων, η εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής η οποία να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τους πολλαπλούς ρόλους των γυναικών, η καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και των στερεότυπων αντιλήψεων για το ρόλο των δύο φύλων αποτελούν κάποια μόνο παραδείγματα.
Όσον αφορά στην περιβαλλοντική δικαιοσύνη αποτελεί ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και ως εκ τούτου, είναι μια εγγενής υποχρέωση των κυβερνήσεων, να μειώσουν τις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών προβλημάτων όσο το δυνατόν περισσότερο.
.