Γυναίκες Ακαδημαϊκοί και Πανδημία

thumbnail

Της Σταυρούλας Μιχαήλ, Υποψήφια Διδάκτωρ Ιστορίας-Θεωρίας Αρχιτεκτονικής, Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Η πρόσφατη κρίση που έφερε η πανδημία συνοδεύεται με την ανάδυση άλλων, γνωστών κρίσεων ανισότητας που προηγήθηκαν της νόσου και απλά ενισχύθηκαν σε βαθμό που είναι δύσκολο να τις αγνοήσουμε πλέον. Αυτές οι ανισότητες βαραίνουν κυρίως τις ομάδες στο περιθώριο, κάποιες λιγότερο, κάποιες περισσότερο: από τους μετανάστες στο Πουρνάρα που είναι εκτιθέμενοι σε εναλλασσόμενα καιρικά φαινόμενα και υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσης που σίγουρα δεν βοηθούν τον περιορισμό της εξάπλωσης μιας μεταδιδόμενης νόσου, μέχρι και τους φοιτητές που βρέθηκαν να μην έχουν πρόσβαση σε επαρκούς ποιότητας εκπαίδευση λόγω περιορισμένων χρημάτων που μπορούσαν να διαθέσουν για έναν καλό υπολογιστή ή μια γρηγορότερη μηνιαία συνδρομή στο διαδίκτυο. Αυτό που παραμένει σταθερό όμως, είναι η επιβάρυνση μιας συγκεκριμένης μερίδας εντός όλων των προαναφερόμενων επηρεαζόμενων ομάδων που δεν είναι άλλη από τις γυναίκες: τις γυναίκες μετανάστριες, τις γυναίκες φοιτήτριες, τις γυναίκες ακαδημαϊκούς, τις γυναίκες εργαζόμενες, τις μητέρες.

Οι λόγοι είναι γνωστοί σε όσους γνωρίζουν το θέμα, και συνεπώς αυτή η ενίσχυση της ανισότητας θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ήταν αναμενόμενη. Ως γυναίκα ακαδημαϊκός, εργαζόμενη αλλά και φοιτήτρια καταθέτω λοιπόν τις δικές μου σκέψεις. Η ανισότητα μεταξύ των φύλων είναι αληθινή, εμφανής, κοινωνικά και συστηματικά δομημένη και εκφραζόμενη. Ένα μέσο ποσοτικοποίησης αυτής της ανισότητας που χρησιμοποιείται συνήθως είναι το έμφυλο χάσμα στις απολαβές που σύμφωνα με τον ΟΗΕ, θα καθυστερηθεί περαιτέρω η γεφύρωση του με τον κορονοϊό[1]. Αυτό στον τομέα της ακαδημαϊκής κοινότητας στην Κύπρο μπορεί να μην ισχύει από άποψη αμοιβής αφού θεωρητικά είναι οι ίδιες μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά σίγουρα τα πολύ χαμηλά ποσοστά γυναικών ακαδημαϊκών σύμφωνα με σχετική έρευνα της Ερευνητικής Μονάδας «Κέντρο Σπουδών Φύλου» το 2009 μαρτυρούν κάτι πολύ διαφορετικό. Ενώ ο μέσος όρος φοιτητριών στα δημόσια πανεπιστήμια για παράδειγμα είναι 4069 και συντριπτικά μεγαλύτερος από των 1899 φοιτητών, το διδακτικό προσωπικό των δημόσιων πανεπιστημίων παρουσιάζει μόνο 108 γυναίκες ακαδημαϊκούς και 256 άνδρες. Πού πηγαίνουν λοιπόν όλες αυτές οι φοιτήτριες; Ίσως να μην ακολουθούν την πολύ απαιτητική και αργή ακαδημαϊκή πορεία έστω κι αν ποσοτικά σαν ομάδα εκφράζουν μια πολύ μεγάλη επιθυμία για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που φαίνεται να ισχύει και σε μεταπτυχιακό επίπεδο αφού οι αντίστοιχοι αριθμοί των γυναικών φοιτητριών πάλι ξεπερνούν κατά πολύ τους άνδρες (περισσότερο από το διπλάσιο). Και φτάνουμε στο σημείο καμπής, όπου η απόφαση για μια γυναίκα να αποκτήσει διδακτορικό συγκρούεται βίαια με έμφυλες ταυτότητες της Κυπριακής κοινωνίας (και όχι μόνο) που αφορούν την ζωή και το νόημά της. Οι λίγες που αποφασίζουν να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο (174 έναντι 190 ανδρών σύμφωνα με την ίδια έρευνα που προαναφέρθηκε) παρουσιάζονται με το δίλημμα της ακαδημαϊκής καριέρας έναντι της εκπλήρωσης του «νοήματος της ζωής», την οικογένεια. Αυτό παρουσιάζει δύο προβλήματα: την εξιδανίκευση της τεκνοποίησης και της μητρότητας που δεν μπορεί να ισχύει για όλες τις γυναίκες, και δεύτερο, γι’ αυτές που είναι σημαντικός στόχος η οικογένεια, τα ακανόνιστα ωράρια και οι ψηλές απαιτήσεις που υπάρχουν για τη διεξαγωγή έρευνας προς επίτευξη μιας πραγματικής καριέρας στον ακαδημαϊκό χώρο, που ειδικά εν καιρώ πανδημίας, καθιστούν αυτή την επιλογή που περιλαμβάνει και τα δύο σχεδόν αδύνατη. Οι λίγες γυναίκες ακαδημαϊκοί που υπάρχουν στα Κυπριακά πανεπιστήμια (αλλά και των ΗΠΑ π.χ.[2]), με τον κατ’οίκον περιορισμό καλούνται να συνδυάσουν την τηλεργασία με το καθήκον της φροντίδας της οικογένειας, μια άτυπη και μη αμειβόμενη εργασία φροντίδας που συγκρούεται με την επιδίωξη καριέρας. Ενώ προηγουμένως μπορούσαν να βασίζονται στη βοήθεια που παρείχαν γιαγιάδες, παππούδες, νηπιαγωγεία, σχολεία και νταντάδες για την φροντίδα των παιδιών, τώρα αναγκαστικά πολλές μητέρες νιώθουν να «πισωγυρίζουν» με το να επωμίζονται από τις πιο βασικές ανάγκες των παιδιών τους  μέχρι και την επίβλεψη της κατ’οίκον εκπαίδευσής τους, συν τις ανάγκες του σπιτιού.

Καταλήγοντας λοιπόν, και δεδομένου ότι ο ιός φαίνεται ότι θα είναι μαζί μας για αρκετό καιρό, φαίνεται ότι έχουμε ακόμα πολλή δουλειά προς ανατροπή των στερεοτυπικών αντιλήψεων φύλου, από το επίπεδο της οικογένειας μέχρι το θεσμικό επίπεδο αποφάσεων που θα έπρεπε να προστατεύουν τις γυναίκες από τέτοιου είδους στερεότυπα που εμποδίζουν την επαγγελματική τους επιδίωξη ή που αποτρέπουν τους άνδρες από το να υιοθετήσουν το ρόλο του φροντιστή παιδιών.


[1] UN Secretary-General’s policy brief: The impact of COVID-19 on women, UN, April 2020; COVID-19 briefs on violence against women and girls, URL: https://interactive.unwomen.org/multimedia/explainer/covid19/en/index.html#portfolioModal6

[2] Jillian Kramer, The New York Times, «The Virus Moved Female Faculty to the Brink. Will Universities Help?», Oct. 6, 2020. URL:  https://www.nytimes.com/2020/10/06/science/covid-universities-women.html