Γυναίκα

thumbnail

Γυναίκα. Μέρος του λόγου ουσιαστικό. Γένους θηλυκού.

Κόρη. Αδελφή. Σύζυγος. Ερωμένη. Μάνα. Γιαγιά.

Εργαζόμενη. Οικοκυρά. Άνεργη.

Παντρεμένη. Μονογονιός. Γεροντοκόρη. Διαζευγμένη. Χήρα.

Άτεκνη. Έγκυος. Λεχώνα. Στείρα.

Του σπιθκιού. Του δρόμου. Σέξυ. Λεσβία. Εύκολη. Δύσκολη. Πουτάνα. Άφκαρτη. Περπατημένη.

Γυναίκα. Μέρος του λόγου μετοχή. Παθητική.

Βιασμένη. Κακοποιημένη. Δολοφονημένη.

Ξένη. Αλλοδαπή. Καλλιτέχνιδα. Χορεύτρια. Μαυρού. Ρωσσίδα. Πρόσφυγας. Άστεγη.

Όμορφη. Άσχημη. Μοντέλο. Πλαστική. Ανορεξική. Χοντρή.

Μορφωμένη. Αμόρφωτη.

Στρίγκλα. Φάουσα. Αρνί. Υστερική.

Άβουλη. Δυναμική.

Γυναίκα. Μέρος του λόγου ρήμα. Ενεργητικό. Παθητικό.

Δουλεύει. Καθαρίζει. Πλένει. Σιδερώνει. Ψωνίζει. Μαγειρεύει.

Ταΐζει. Φροντίζει. Νταντεύει. Κοιμίζει. Λούζει. Ντύνει. Νοσηλεύει. Διαβάζει. Μεταφέρει. Υποστηρίζει. Προσφέρει.

Υποαμείβεται. Υποαντιπροσωπεύεται. Υποσκελίζεται. Υποτιμάται. Υπομένει.

Απογοητεύεται. Σιωπά. Φοβάται. Κλαίει.

Προσπαθεί. Μαθαίνει. Προσαρμόζεται.

Χαμογελά. Γελά.

Επιμένει.

Αγωνίζεται.

Δημιουργεί.

Παλεύει.

Ονειρεύεται.

Διεκδικεί.

Ο μόνος προσδιορισμός να είναι ο άνθρωπος.

Γυναίκα. Άνθρωπος. Ο Λόγος.

Υπογράφει,

Ελευθερία Βουτή, Άνθρωπος