Η χθεσινή δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον της Επιτροπής Προσφύγων της Βουλής με την οποία χαρακτηρίζει αντισυνταγματικούς τους δύο νόμους που ψηφίστηκαν από την πλειοψηφία της Βουλής σχετικά με τους εκ μητρογονίας πρόσφυγες καταδεικνύει ότι ο τρόπος στον οποίο τα κόμματα, πλην του ΑΚΕΛ, επέμεναν για λύση του ζητήματος ήταν λανθασμένος και αναποτελεσματικός.
Το Γυναικείο Κίνημα της ΠΟΓΟ, πολύ πριν εμφανιστούν οι σημερινοί όψιμοι προασπιστές των δικαιωμάτων της γυναίκας και του προσφυγικού κόσμου, έθεσε το αίτημα για τερματισμό αυτής της δυσμενούς διάκρισης που υφίσταται από το 1975. Από την άλλη, όλες και όλοι μπορούν να αντιληφθούν ότι από την στιγμή της αναγνώρισης των εκ μητρογονίας προσφύγων θα απαιτείται ένα σημαντικό κονδύλι από το κράτος ώστε να παραχωρηθούν όλες οι χορηγίες και τα επιδόματα και σε αυτούς τους συμπολίτες μας. Τόσο το ΑΚΕΛ όσο και η κυβέρνηση έκαναν επανειλημμένες εκκλήσεις για να βρεθεί μια λύση που αφ’ ενός θα τερματίζει αυτή τη δυσμενή διάκριση σε βάρος της γυναίκας και την αδικία που υφίσταται μια μερίδα προσφύγων και αφ’ ετέρου δεν θα προκαλεί περισσότερα προβλήματα και καθυστέρηση στην εφαρμογή του προγράμματος διακυβέρνησης. Μπορούν να βρεθούν τέτοιες λύσεις, αλλά η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν θέλησε να τις συζητήσεις και προχώρησε στη ψήφιση ενός νόμου έκδηλα αντισυνταγματικού. Αυτή η επιμονή μόνο ερωτηματικά δημιουργεί.
Εμείς είμαστε ξεκάθαρες. Μόνο οι παθολογικά λαϊκιστές και όσοι έχουν αλλότρια κίνητρα επιμένουν να παραγνωρίζουν το γεγονός ότι μέσα στις σημερινές συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η αιφνίδια επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα σε εξίσου σημαντικούς τομείς της οικονομίας και της γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής, αλλά θα σημαίνει και επιπρόσθετες δυσκολίες στην υλοποίηση του προγράμματος διακυβέρνησης του Προέδρου Χριστόφια, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλες ριζοσπαστικές τομές για τη στήριξη του προσφυγικού κόσμου και της εργαζόμενης γυναίκας.
Με λύπη μας διαβάσαμε τη δήλωση της Προέδρου της «Κίνησης Προσφύγων και Εκτοπισμένων Μανάδων» με την οποία αμφισβητεί κατά πόσο ο Πρόεδρο Χριστόφια εργάζεται για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα. Λυπούμαστε γιατί ορισμένοι συμμετέχουν –συνειδητά ή ασυνείδητα- στο γενικότερο σχέδιο υπόσκαψης των προσπαθειών του Προέδρου και της πολιτικής του στο κυπριακό.
Περαιτέρω, στη δική μας αντίληψη, η κατοχύρωση της ισοτιμίας των δύο φύλων και η βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας της γυναίκας είναι συνδεδεμένη με μια κοινωνικοοικονομική πολιτική που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζομένων, προασπίζεται το δημόσιο τομέα, τις κοινωνικές υπηρεσίες και βάζει φραγμούς στην ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου.
Ο ΔΗΣΥ, που αποφάσισε πρόσφατα ότι κόπτεται για τα δικαιώματα της γυναίκας, εκπροσωπεί κι εκφράζει ακριβώς τα αντίθετα. Η εμπειρία από άλλες χώρες της ΕΕ αλλά και από τη συναγερμική διακυβέρνηση μιλά από μόνη της. Οι στυγνά αντεργατικές και νεοφιλελεύθερες συνταγές (ιδιωτικοποιήσεις, ελαστική εργασία, απελευθέρωση αγορών) -που εφάρμοσε και θέλει να ξαναεφαρμόσει ο ΔΗΣΥ στην Κύπρο- χτύπησαν όλους τους εργαζόμενους αλλά οι εργαζόμενες γυναίκες τις πλήρωσαν διπλά και τριπλά. Οπόταν ο ΔΗΣΥ και όσοι τον ακολουθούν ας φυλάξουν για αλλού τις σπαραξικάρδιες «φεμινιστικές» κορώνες τους.
Το έργο που έχει ήδη παραχθεί από τη σημερινή κυβέρνηση στα θέματα που αφορούν στους πρόσφυγες και στη γυναίκας είναι η εγγύηση ότι αυτή η κυβέρνηση και θέλει και θα δώσει λύση στο αίτημα των εκ μητρογονίας προσφύγων.