Ανακοίνωση για αποτελέσματα έρευνας Επιτροπής Νέων Γυναικών της ΠΟΓΟ Λευκωσίας-Κερύνειας | 19.6.2013
Η Επιτροπή Νέων Γυναικών της ΠΟΓΟ Λευκωσίας-Κερύνειας παρουσίασε την Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013 τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποίησε με θέμα «Οι επιπτώσεις της Οικονομικής κρίσης στην ποιότητα ζωής των νέων γυναικών». Σκοπός της έρευνας ήταν η διερεύνηση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στην ποιότητα ζωής των νέων γυναικών σε διάφορους τομείς της ζωής τους.
Παρόλο που η θέση της γυναίκας στο παρόν οικονομικό σύστημα είναι υποδεέστερη από αυτή του άντρα, η γυναίκα κατάφερε στο πέρασμα του χρόνου να διεκδικήσει και να κερδίσει καλύτερες συνθήκες ζωής. Η οικονομική κρίση όμως θέτει σε αμφισβήτηση και συχνά καταργεί πολλές από τις γυναικείες κατακτήσεις με αποτέλεσμα να υπάρχει μια οπισθοχώρηση, όσο αφορά τη θέση της γυναίκας. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας σε σχέση με τους εργαζόμενους, όπως είναι οι μειώσεις μισθών και οι περικοπές ωφελημάτων πλήττουν διπλά τις γυναίκες, οι οποίες στατιστικά βιώνουν τη φτώχεια σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άντρες. Επίσης κατάργηση και μείωση επιδομάτων, όπως είναι για παράδειγμα η κατάργηση του επιδόματος της μάνας, του επιδόματος γάμου και η μείωση του επιδόματος μητρότητας, τοκετού και τέκνου, πλήττουν την οικογένεια και αποδυναμώνουν την προσπάθεια για ισότητα.
Μέσα από την έρευνα η Επιτροπή Νέων Γυναικών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ζητήματα που αφορούν στην εργασία και τα συνολικά εισοδήματα της νέας γυναίκας έχουν επηρεάσει την πλειοψηφία των συμμετεχουσών της έρευνας με ποσοστό 74,5%. 15,4% δηλώνουν άνεργες, και πιο συγκεκριμένα το 13,4% δηλώνουν ότι έχασαν τη δουλειά τους τον τελευταίο χρόνο. Επίσης το 43,3% σημείωσαν ότι κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας τους έχασε τη δουλειά του. Το πολύ ψηλό ποσοστό του 78,7% δεν έχει λάβει τις ετήσιες προσαυξήσεις, το 60,4% δέχθηκε μείωση μισθού, το 35,1% εξαναγκάστηκε σε ευέλικτες μορφές εργασίας, το 31,7% δεν έχει λάβει το 13ο μισθό του, ενώ το 25,3% δηλώνει ότι έχουν αυξηθεί οι ώρες εργασίας, χωρίς να αυξηθεί ο μισθός του. Φαίνεται λοιπόν ότι η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε μειώσεις ωφελημάτων και κατάργηση εργασιακών κατακτήσεων που με τη σειρά τους οδήγησαν σε σοβαρές μειώσεις, τόσο στο ολικό εισόδημα της οικογένειας, όσο και στα εισοδήματα της νέας γυναίκας.
Από άλλο ερώτημα που τέθηκε στις συμμετέχουσες, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η πλειοψηφία των νέων γυναικών, δηλαδή το 52,2%, θεωρούν ότι η κατάσταση του νοικοκυριού τους δεν είναι ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη από αυτή των περισσότερων Κυπρίων, ενώ συγκρίνοντας το δικό τους νοικοκυριό σήμερα σε σχέση με 12 μήνες πριν, το 54,3% θεωρεί ότι σε κάποιο βαθμό σήμερα βρίσκεται σε χειρότερη θέση. Τέλος το 63,5% των συμμετεχουσών δεν είναι καθόλου ικανοποιημένες με την οικονομική κατάσταση της Κύπρου, φανερώνοντας έτσι κάποιο βαθμό απογοήτευσης ή αγωνίας για την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση της χώρας μας.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνική πτυχή του τρόπου με τον οποίο η οικονομική κρίση επηρεάζει την ποιότητα ζωής των νέων γυναικών, παρατηρούμε ότι όταν οι ερωτήσεις αφορούν το βαθμό ικανοποίησης των συμμετεχουσών για διάφορους τομείς, όπως είναι η οικογένεια, η στέγαση, το βιοτικό επίπεδο και η κοινωνική ζωή, οι απαντήσεις εκφράζουν στην πλειοψηφία τους θετικό βαθμό ικανοποίησης. Όταν όμως οι ερωτήσεις αφορούν πραγματικότητες γύρω από αυτούς τους τομείς, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης φαίνονται άμεσες. Για παράδειγμα, ενώ το 66,9% είναι ικανοποιημένο με το χώρο διαμονής του, ωστόσο το 41,1% των ερωτηθέντων διέκοψε ή και καθυστέρησε ενέργειες απόκτησης της δικής του κατοικίας λόγω της οικονομικής κρίσης. Επίσης, ενώ το 76,5% δήλωσε θετικό βαθμό ικανοποίησης για την οικογενειακή του ζωή, ωστόσο ποσοστό 52,1% καθυστέρησε να προχωρήσει σε γάμο λόγω της οικονομικής κρίσης και 60,7% καθυστερεί να κάνει παιδιά (σε περίπτωση που έχει ήδη παιδιά, καθυστερεί να κάνει ακόμη ένα). Μπορούμε, επομένως, να υποθέσουμε ότι οι ερωτηθείσες δε φαίνονται ιδιαίτερα απαιτητικές γύρω από τα συγκεκριμένα ζητήματα, κάτι που ίσως συνδέεται με το γενικό κλίμα των μειωμένων προσδοκιών στη συγκεκριμένη οικονομική κρίση, ανταποκρινόμενες στη λογική του «δεν είναι καιρός για τέτοιες απαιτήσεις». Στα πλαίσια αυτά, μπορεί να προβάλλεται ως θετικό γνώρισμα ενός ατόμου που ξέρει να εκτιμά αυτά που έχει, εφόσον δε μπορεί να έχει περισσότερα. Μπορεί, όμως, να είναι και επικίνδυνο για τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών – και των αντρών σ’ αυτό το σημείο – αφού διαμορφώνει λιγότερο απαιτητικές εργαζόμενες και λιγότερο απαιτητική κοινή γνώμη.
Σε σχέση με τα στερεότυπα που σχετίζονται με το ρόλο των δύο φύλων, υπάρχει μια καθαρή τάση απόρριψης του παραδοσιακού πλαισίου που δίνει στον άντρα πρωταγωνιστική θέση στην εργασία. Μια σημαντική πλειοψηφία των νέων γυναικών είναι έτοιμη να διεκδικήσει το δικαίωμα της στην εργασία. Παρόλα αυτά, το ποσοστό της τάξης του 14% και 10% το οποίο φαίνεται να αντιστέκεται στην αλλαγή των ρόλων και εξακολουθεί να στηρίζει το σχήμα του άντρα κουβαλητή και της οικονομικά εξαρτημένης γυναίκας, δεν είναι ασήμαντο.
Ένα τεράστιο ποσοστό της τάξης του 73,4% δηλώνει ότι συμφωνεί ότι οι άνδρες πρέπει να συμμετέχουν στη διεκπεραίωση οικιακών εργασιών όπως το μαγείρεμα, το πλύσιμο, το καθάρισμα, το σιδέρωμα και λοιπά.
46,5% του δείγματος διαφωνεί με τη θέση ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι γυναίκες πρέπει να φροντίζουν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ενώ, με αυτή τη δήλωση συμφωνεί το 21%.
Παράλληλα το 65,5% διαφωνεί με τη δήλωση ότι ο άντρας πρέπει να διαχειρίζεται τα οικονομικά του νοικοκυριού. Περίπου το ίδιο ποσοστό (65,6%) διαφώνησε και με τη δήλωση ότι μια γυναίκα πρέπει να είναι διατεθειμένη να μειώσει ή να διακόψει την εργασία της για χάρη της οικογένειάς της. Όταν, όμως, ρωτήθηκαν οι γυναίκες αν πρέπει να δίνονται περισσότερες ευκαιρίες εργοδότησης στους άντρες παρά στις γυναίκες σε περιόδους ύφεσης, τότε διαφώνησε το 78%. Ίσως αυτό να μας δείχνει ότι η διαφωνία των γυναικών με την τοποθέτηση ότι οι άντρες πρέπει να έχουν προτεραιότητα στην εργασία δε φανερώνει, απαραίτητα, για όλες τις ερωτώμενες την αμφισβήτηση του όλου πατριαρχικού σχήματος ως τέτοιου, αλλά τη μη αποδοχή εκ μέρους των γυναικών της πιθανότητας να τους στερηθεί η δυνατότητα εργασίας.
Είναι φανερό από τα αποτελέσματα της έρευνας ότι με την οικονομική κρίση πλήττεται και η ίδια η ισότητα των δύο φύλων, η ισότητα και ως καθημερινή πρακτική, αλλά και ως προοπτική, ως αξία. Για την Επιτροπή Νέων Γυναικών, το σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτής της έρευνας, ήταν η πρακτική αμφισβήτηση της λογικής που προτείνει ότι τα ζητήματα ισότητας είναι δευτερεύοντα σε περιόδους κρίσης. Αντίθετα, σε αυτές τις περιόδους πρέπει το γυναικείο κίνημα, όπως και το εργατικό άλλωστε, να βρίσκεται σε επαγρύπνηση για τα κεκτημένα του και να συνεχίσει να διεκδικεί για την πλήρη ισοτιμία μεταξύ των δύο φύλων.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην επαρχία Λευκωσίας – πόλη και ύπαιθρο – με τη μέθοδο της τυχαίας δειγματοληψίας, μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου 2013 και συμμετείχαν σε αυτήν 400 νέες γυναίκες από 18 μέχρι 35 ετών. Τα μέλη της Επιτροπής που ανέλυσαν τα αποτελέσματα είναι η Άντρεα Νεοφύτου, πτυχιούχος πολιτικών επιστημών και ιστορίας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη διπλωματία και στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, η Θέκλα Κυρίτση, πτυχιούχος πολιτικών επιστημών και ιστορίας, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη διεθνή και πολιτική θεωρία και υποψήφια διδάκτωρ πολιτικών επιστημών με θέμα την ιστορία των γυναικείων κινημάτων στην Κύπρο, η Μαρία Αποστολίδου πτυχιούχος κοινωνικής εργασίας και η Άντρη Κυπριανού, πτυχιούχος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις νεοελληνικές σπουδές.